ἐξαιροῦν

ἐξαιροῦν
ἐξαιρέω
take out
pres part act masc voc sg (attic epic doric)
ἐξαιρέω
take out
pres part act neut nom/voc/acc sg (attic epic doric)
ἐξαιρέω
take out
pres part act masc voc sg (attic epic doric)
ἐξαιρέω
take out
pres part act neut nom/voc/acc sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Ελβετία — Επίσημη ονομασία: Ελβετική Συνομοσπονδία Έκταση: 41.285 τ. χλμ Πληθυσμός: 7.258.900 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Βέρνη (122.500 κάτ. το 2001)Κράτος της κεντρικής Ευρώπης. Συνορεύει Δ με τη Γαλλία, Β με τη Γερμανία, Α με την Αυστρία και το Λιχτενστάιν… …   Dictionary of Greek

  • σχέδιο — Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζεται οποιαδήποτε παράσταση πάνω σε μια επιφάνεια (βράχο, επιχρισμένο τοίχο, μέταλλο, ξύλο, περγαμηνή, χαρτί κλπ.) που απεικονίζεται με ένα περίγραμμα το οποίο αποτελείται από μια ή περισσότερες γραμμές· στην… …   Dictionary of Greek

  • δυτικισμός — Ιστορικοφιλοσοφικό ιδεολογικό ρεύμα που διαμορφώθηκε στη Ρωσία κατά τις πρώτες δεκαετίες του 19ου αι., αλλά τα κύρια ιδεολογικά του χαρακτηριστικά αποκρυσταλλώθηκαν περίπου στη δεκαετία 1840 50. Μαζί με το αντίθετο ρεύμα των σλαβόφιλων, συνέβαλε… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Μουσική — ΑΡΧΑΙΑ ΛΥΡΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ Είναι γνωστό ότι η καταγωγική περιοχή της αρχαίας ελληνικής ποίησης βρίσκεται στις θρησκευτικές τελετουργίες. Ωστόσο, το κύριο σώμα της λυρικής ποίησης χαρακτηρίζεται από έναν ανεξάρτητο χαρακτήρα την εποχή κατά την οποία… …   Dictionary of Greek

  • Κουάκεροι — (Quakers). Ονομασία των μελών προτεσταντικής αίρεσης. Εμφανίστηκε τον 17o αι. στη Μεγάλη Βρετανία και στις αποικίες των ΗΠΑ. Ονομάζονται επίσης Κοινωνία των φίλων, αριθμώντας περί τους 120.000 πιστούς στις ΗΠΑ το 1907. Ιδρυτής της αίρεσης υπήρξε… …   Dictionary of Greek

  • Μαρέντσιο, Λούκα — (Lucca Marenzio, Κοκάλιο, Μπρέσια 1553 – Ρώμη 1599), Ιταλός συνθέτης. Υπήρξε μαθητής του Τζοβάνι Κοντίνο, αρχιμουσικού του καθεδρικού ναού της Μπρέσια. Εργάστηκε στην υπηρεσία καρδιναλίων και πριγκίπων σε διάφορες πόλεις της Ιταλίας (κυρίως στη… …   Dictionary of Greek

  • Μέγκιος — (κινεζικά Μενγκ K’ ο ή Μενγκ Τσε, εκλατινισμένος τύπος Mencius και εξελληνισμένος Μέγκιος, Τσόου, Σαντούνγκ 372 – 288 π.Χ.). Κινέζος φιλόσοφος. Ο εκλατινισμός του ονόματός του οφείλεται στους πρώτους ιησουίτες ιεραποστόλους που έφτασαν στην Κίνα …   Dictionary of Greek

  • Τάχα, Χουσεΐν — (1889 – 1973). Κορυφαίος Αιγύπτιος συγγραφέας. Γεννήθηκε στο χωριό Μαγάγα της Αιγύπτου και σε ηλικία 2 χρόνων έμεινε τυφλός, χωρίς όμως ούτε το μειονέκτημα αυτό, ούτε η ταπεινή καταγωγή του να τον εμποδίσουν να σπουδάσει στη θεολογική σχολή Αλ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”